- περιποίησαι
- περιποιέωcause to remain over and aboveaor imperat mid 2nd sgπεριποιέωcause to remain over and aboveaor imperat mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιποιῆσαι — περιποιέω cause to remain over and above aor inf act περιποιέω cause to remain over and above aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… … Dictionary of Greek